παρακρατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παρακρατώ -είς, -εί (παρακράτ-ησα, -ήθηκα, -ημένος)
- συνεχίζομαι περισσότερο απ' όσο πρέπει (το αστείο παρακράτησε)
- αποθηκεύω μέρος προϊόντος για επωφελέστερη διάθεση
- κρατώ μέρος από το ποσό που πρόκειται να δώσω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.