παρακρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρακρατώ < παρά + κρατώ

Ρήμα

παρακρατώ -είς, -εί (παρακράτ-ησα, -ήθηκα, -ημένος)

  1. συνεχίζομαι περισσότερο απ' όσο πρέπει (το αστείο παρακράτησε)
  2. αποθηκεύω μέρος προϊόντος για επωφελέστερη διάθεση
  3. κρατώ μέρος από το ποσό που πρόκειται να δώσω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.