δεσμεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεσμεύω < αρχαία ελληνική δεσμεύω

Ρήμα

δεσμεύω, πρτ.: δέσμευα, στ.μέλλ.: θα δεσμεύσω, αόρ.: δέσμευσα, παθ.φωνή: δεσμεύομαι, μτχ.π.π.: δεσμευμένος

  1. επιβάλλω σε κάποιον ηθική ή νομική υποχρέωση (δέσμευση) που περιορίζει τις κινήσεις του
  2. επιβάλλω προς όφελος τρίτου περιορισμούς ή πλήρη απαγόρευση στη χρήση κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων από τον ιδιοκτήτη τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.