cum
Αγγλικά (en)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία 1
- cum < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *kom Συγγενές: (αρχαία ελληνική) συν-
Προφορά
- ΔΦΑ : /kum/
- ⓘ
Πρόθεση
cum (la) (+ αφαιρετική).
Συγγενικά
Στις σύνθετες λέξεις απαντούν οι τύποι
- cum- Λατινικές λέξεις με πρόθημα cum- στο Βικιλεξικό
- col- Λατινικές λέξεις με πρόθημα col- στο Βικιλεξικό
- com- Λατινικές λέξεις με πρόθημα com- στο Βικιλεξικό
- con- Λατινικές λέξεις με πρόθημα con- στο Βικιλεξικό
- cor- Λατινικές λέξεις με πρόθημα cor- στο Βικιλεξικό
- co- Λατινικές λέξεις με πρόθημα co- στο Βικιλεξικό
Σύνδεσμος
cum (la) (χρονικός: ιστορικός ή διηγηματικός, αντίστροφος, επαναληπτικός)
Υποσημειώσεις
- Ο λόγος που έχουμε την υποτακτική είναι επειδή συνήθως η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, λογικής διεργασίας
Πηγές
- cum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.