cum

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cum (en)

  1. το ανδρικό σπέρμα
  2. τα υγρά του γυναικείου οργασμού

Ρήμα

cum (en)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

cum < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *kom Συγγενές: (αρχαία ελληνική) συν-

Προφορά

ΔΦΑ : /kum/
 

Πρόθεση

cum (la) (+ αφαιρετική).

  • με, μαζί με, συν
    Titus cum familiā habitat (Ο Τίτος κατοικεί με την οικογένειά του)

Σύνδεσμος

cum (la) (αιτιολογικός + υποτακτική[1])

Συγγενικά

Στις σύνθετες λέξεις απαντούν οι τύποι

  • cum- Λατινικές λέξεις με πρόθημα cum- στο Βικιλεξικό
  • col- Λατινικές λέξεις με πρόθημα col- στο Βικιλεξικό
  • com- Λατινικές λέξεις με πρόθημα com- στο Βικιλεξικό
  • con- Λατινικές λέξεις με πρόθημα con- στο Βικιλεξικό
  • cor- Λατινικές λέξεις με πρόθημα cor- στο Βικιλεξικό
  • co- Λατινικές λέξεις με πρόθημα co- στο Βικιλεξικό

Ετυμολογία 2

cum < *quum < *quom < αναφορική αντωνυμία qui-quae-quod (ἐν ᾧ χρόνῳ, καθ' ὃν χρόνον)

Σύνδεσμος

cum (la) (χρονικός: ιστορικός ή διηγηματικός, αντίστροφος, επαναληπτικός)

Υποσημειώσεις

  1. Ο λόγος που έχουμε την υποτακτική είναι επειδή συνήθως η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, λογικής διεργασίας

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίρρημα

cum (ro)

Σύνδεσμος

cum (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.