κρατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | κρατέω / κρατῶ | κρατέομαι / κρατοῦμαι |
| Παρατατικός | ἐκράtεον / ἐκράτουν | ἐκρατεόμην / ἐκρατούμην |
| Μέλλοντας | κρατήσω | κρατήσομαι & κρατηθήσομαι |
| Αόριστος | ἐκράτησα | ἐκρατησάμην & ἐκρατήθην |
| Παρακείμενος | κεκράτηκα | κεκράτημαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- κρατέω < κράτ(ος) + -έω
Ρήμα
κρατέω / κρατῶ
- (αμετάβατο) έχω την εξουσία, τη δύναμη, εξουσιάζω, βασιλεύω.
- (+ γενική) νικώ κάποιον, υπερτερώ, είμαι κύριος κάποιου.
- κατέχω, γνωρίζω καλά (π.χ. τις επιστήμες)
- θυμάμαι (κράτα αυτή την κουβέντα, θυμήσου την)
- αφομοιώνω, μεταβολίζω
- ↪ ἰσχυρότερα ᾖ ἢ δυνήσεται κρατεῖν ἡ φύσις (πιο ισχυρά από όσα μπορεί να αφομοιώσει ο οργανισμός) πόνους
- (ελληνιστική σημασία , στη γλώσσα των ευαγγελίων) κρατάω, εμποδίζω βαστάω, πιάνω
- (ελληνιστική σημασία) διατηρώ, φυλάγω
- αιολικός τύπος : κρετέω
Εκφράσεις
Πηγές
- κρατέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.