κρατιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κρατάω / κρατώ

Ρήμα

κρατιέμαι, π.αόρ.: κρατήθηκα, μτχ.π.π.: κρατημένος

  1. συγκρατούμαι, έχω αρπαχτεί από κάπου.
    όταν τρέχει το λεωφορείο, κρατιέμαι από τη χειρολαβή
  2. κρατώ κάτι στο χέρι μου
    ο γιος μου όταν έχει λεφτά, δεν κρατιέται, τα ξοδεύει αλόγιστα
  3. κρατώ το χέρι κάποιου άλλου
    όταν κυκλοφορούν στο δρόμο, κρατιούνται χεράκι-χεράκι
  4. αισθάνομαι νέος και ακμαίος παρά την ηλικία μου
    αυτό το αμάξι κρατιέται καλά παρά την παλαιότητά του
  5. καταπιέζω κάτι που νιώθω, ώστε να μην εκδηλωθεί
      Κι εγώ τότε δεν μπόρεσα πια να κρατηθώ, ξέσπασα στα κλάματα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: συγκρατούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.