κατακρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακρατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακρατῶ, συνηρημένος τύπος του κατακρατέω < κατα- + κρατέω / κρατῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détenir / retenir)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.kɾaˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακρατώ

Ρήμα

κατακρατώ, αόρ.: κατακράτησα, παθ.φωνή: κατακρατούμαι, π.αόρ.: κατακρατήθηκα, μτχ.π.π.: κατακρατημένος, και προφορικό: κατακρατάω, κατακρατιέμαι

  1. (νομικός όρος) κατέχω με παράνομο τρόπο κάτι που δεν μου ανήκει και δεν το αποδίδω
  2. (νομικός όρος) επιβάλλω περιορισμούς ή φυλακίζω
  3. συγκρατώ διάφορες ουσίες, χωρίς να (μπορώ να) τις αποβάλλω

Συγγενικά

Κλίση

προφορικό: [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κατακρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.