υπομένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπομένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομένω < ὑπό + μένω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μέ‐νω
Ρήμα
υπομένω, αόρ.: υπέμεινα/υπόμεινα (χωρίς παθητική φωνή)
- αντιμετωπίζω καρτερικά κάτι δυσάρεστο ή μια δυσκολία
- ※ Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστα τις γκρίνιες των ανθρώπων. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανυπόμονα
- ανυπομόνευτα
- ανυπομόνευτος
- ανυπομονεύω
- ανυπομονησία
- ανυπομονιά
- ανυπόμονος
- ανυπομονώ
- καθυπομένω
- υπομονετικά / υπομονητικά
- υπομονετικός / υπομονητικός
- υπομονεύω
- υπομονή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.