εγκράτεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκράτεια | οι | εγκράτειες |
| γενική | της | εγκράτειας | των | εγκρατειών |
| αιτιατική | την | εγκράτεια | τις | εγκράτειες |
| κλητική | εγκράτεια | εγκράτειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκράτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκράτεια (ἐν + κρατῶ). Πρόθημα (εν-) εγ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋˈɡɾa.ti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκρά‐τει‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κρά‐τει‐α
Συγγενικά
- εγκράτευμα
- εγκρατής
- εγκρατικός, ο αναφερόμενος στην εγκράτεια ή ο ασκών εγκράτεια
Μεταφράσεις
εγκράτεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.