ζωγραφική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωγραφική οι ζωγραφικές
      γενική της ζωγραφικής των ζωγραφικών
    αιτιατική τη ζωγραφική τις ζωγραφικές
     κλητική ζωγραφική ζωγραφικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Έργο ζωγραφικής

Ετυμολογία

ζωγραφική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζωγραφική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ζωγραφικός[1]

Ουσιαστικό

ζωγραφική θηλυκό

  1. μία από τις εικαστικές τέχνες· η τέχνη της δημιουργίας με γραμμές και χρώματα δισδιάστατων εικόνων - αναπαραστάσεων προσώπων ή πραγμάτων ή αφηρημένων
  2. ένα έργο ζωγραφικής
    για δείξε μου τη ζωγραφική σου

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ζωγραφική

Ομώνυμα / Ομόηχα

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.