εικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εικαστικός | η | εικαστική | το | εικαστικό |
| γενική | του | εικαστικού | της | εικαστικής | του | εικαστικού |
| αιτιατική | τον | εικαστικό | την | εικαστική | το | εικαστικό |
| κλητική | εικαστικέ | εικαστική | εικαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εικαστικοί | οι | εικαστικές | τα | εικαστικά |
| γενική | των | εικαστικών | των | εικαστικών | των | εικαστικών |
| αιτιατική | τους | εικαστικούς | τις | εικαστικές | τα | εικαστικά |
| κλητική | εικαστικοί | εικαστικές | εικαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εικαστικός < αρχαία ελληνική εἰκαστικός
Επίθετο
εικαστικός, -ή, -ό
- (για τέχνες) που απεικονίζει, που δημιουργεί έργα που απευθύνονται στην όραση
- η ζωγραφική και γλυπτική ανήκουν στις εικαστικές τέχνες
- που αναφέρεται στις τέχνες αυτές
- εικαστικές αναζητήσεις
Μεταφράσεις
εικαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.