σιναλεζικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σιναλεζικά
      γενική των σιναλεζικών
    αιτιατική τα σιναλεζικά
     κλητική σιναλεζικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

σιναλεζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σιναλεζικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

σιναλεζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σιναλεζικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.