δράστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δράστης οι δράστες
      γενική του δράστη των δραστών
    αιτιατική τον δράστη τους δράστες
     κλητική δράστη δράστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δράστης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δράστης (που δρα) < αρχαία ελληνική δρήστης < δράω / δρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðɾa.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δράστης

Ουσιαστικό

δράστης αρσενικό (θηλυκό: δράστρια, δράστιδα, δράστις)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δράση και δρω

Μεταφράσεις



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  προσωδία ᾱ?

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δράστης οἱ δρᾶσται
      γενική τοῦ δράστου τῶν δραστῶν
      δοτική τῷ δράστ τοῖς δράσταις
    αιτιατική τὸν δράστην τοὺς δράστᾱς
     κλητική ! δρᾶστ δρᾶσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράστ
γεν-δοτ τοῖν  δράσταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δράστης < αττικός και ελληνιστικός τύπος του δρήστης < (δράω / δρῶ) θέμα δρασ- (όπως στον αόριστο ἔδρασα) + -της[1]

Ουσιαστικό

δράστης αρσενικό

  1. εργάτης
  2. υπηρέτης
  3. (ως επίθετο, ελληνιστική σημασία ) που δρα, δραστήριος, εργατικός

Συγγενικά

θέμα δραστ-

 και δείτε τη λέξη δράω

Ετυμολογία

δράστης < διδράσκω

Ουσιαστικό

δράστης αρσενικό (θηλυκό δρᾶστις)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.