δραστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δραστικός | η | δραστική | το | δραστικό |
| γενική | του | δραστικού | της | δραστικής | του | δραστικού |
| αιτιατική | τον | δραστικό | τη | δραστική | το | δραστικό |
| κλητική | δραστικέ | δραστική | δραστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δραστικοί | οι | δραστικές | τα | δραστικά |
| γενική | των | δραστικών | των | δραστικών | των | δραστικών |
| αιτιατική | τους | δραστικούς | τις | δραστικές | τα | δραστικά |
| κλητική | δραστικοί | δραστικές | δραστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δραστικός < αρχαία ελληνική δραστικός ("αυτός που δρα") < δρᾶσις + -ικός
Επίθετο
δραστικός, -ή, ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.