εργατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργατικός η εργατική το εργατικό
      γενική του εργατικού της εργατικής του εργατικού
    αιτιατική τον εργατικό την εργατική το εργατικό
     κλητική εργατικέ εργατική εργατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργατικοί οι εργατικές τα εργατικά
      γενική των εργατικών των εργατικών των εργατικών
    αιτιατική τους εργατικούς τις εργατικές τα εργατικά
     κλητική εργατικοί εργατικές εργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εργατικός < αρχαία ελληνική ἐργατικός

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.tiˈkos/

Επίθετο

εργατικός

  1. που έχει σχέση με τους εργάτες
    εργατικό σωματείο
  2. που είναι αρκετά δραστήριος και αποδοτικός στην εκτέλεση των καθηκόντων του, που δουλεύει σκληρά κι αποτελεσματικά
    ο Γ. είναι πολύ εργατικός άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.