αντιδραστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιδραστικός | η | αντιδραστική | το | αντιδραστικό |
| γενική | του | αντιδραστικού | της | αντιδραστικής | του | αντιδραστικού |
| αιτιατική | τον | αντιδραστικό | την | αντιδραστική | το | αντιδραστικό |
| κλητική | αντιδραστικέ | αντιδραστική | αντιδραστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιδραστικοί | οι | αντιδραστικές | τα | αντιδραστικά |
| γενική | των | αντιδραστικών | των | αντιδραστικών | των | αντιδραστικών |
| αιτιατική | τους | αντιδραστικούς | τις | αντιδραστικές | τα | αντιδραστικά |
| κλητική | αντιδραστικοί | αντιδραστικές | αντιδραστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αντιδραστικός -ή -ό
- που αντιδρά
- που σχετίζεται με την αντίδραση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- οπισθοδρομικός, συντηρητικός
Συγγενικά
- αντιδραστικότητα
- → δείτε τις λέξεις αντιδρώ και δρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.