δρᾶστις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρᾶστις αἱ δράστιδες
      γενική τῆς δράστιδος τῶν δραστίδων
      δοτική τῇ δράστιδι ταῖς δράστισι(ν)
    αιτιατική τὴν δρᾶστιν τὰς δράστιδας
     κλητική ! δρᾶστι δράστιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρᾶστις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή *δρᾶστις, θηλυκό του αττικού τύπου δράστης. Διαφορετικό το ελληνιστικό παροξύτονο δράστις.

Ουσιαστικό

δρᾶστις', -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.