επαναδραστηριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαναδραστηριοποιώ < επανα- + δραστηριοποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναδραστηριοποιώ | επαναδραστηριοποιούσα | θα επαναδραστηριοποιώ | να επαναδραστηριοποιώ | επαναδραστηριοποιώντας | |
| β' ενικ. | επαναδραστηριοποιείς | επαναδραστηριοποιούσες | θα επαναδραστηριοποιείς | να επαναδραστηριοποιείς | (επαναδραστηριοποίει) | |
| γ' ενικ. | επαναδραστηριοποιεί | επαναδραστηριοποιούσε | θα επαναδραστηριοποιεί | να επαναδραστηριοποιεί | ||
| α' πληθ. | επαναδραστηριοποιούμε | επαναδραστηριοποιούσαμε | θα επαναδραστηριοποιούμε | να επαναδραστηριοποιούμε | ||
| β' πληθ. | επαναδραστηριοποιείτε | επαναδραστηριοποιούσατε | θα επαναδραστηριοποιείτε | να επαναδραστηριοποιείτε | επαναδραστηριοποιείτε | |
| γ' πληθ. | επαναδραστηριοποιούν(ε) | επαναδραστηριοποιούσαν(ε) | θα επαναδραστηριοποιούν(ε) | να επαναδραστηριοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναδραστηριοποίησα | θα επαναδραστηριοποιήσω | να επαναδραστηριοποιήσω | επαναδραστηριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | επαναδραστηριοποίησες | θα επαναδραστηριοποιήσεις | να επαναδραστηριοποιήσεις | επαναδραστηριοποίησε | ||
| γ' ενικ. | επαναδραστηριοποίησε | θα επαναδραστηριοποιήσει | να επαναδραστηριοποιήσει | |||
| α' πληθ. | επαναδραστηριοποιήσαμε | θα επαναδραστηριοποιήσουμε | να επαναδραστηριοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναδραστηριοποιήσατε | θα επαναδραστηριοποιήσετε | να επαναδραστηριοποιήσετε | επαναδραστηριοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | επαναδραστηριοποίησαν επαναδραστηριοποιήσαν(ε) |
θα επαναδραστηριοποιήσουν(ε) | να επαναδραστηριοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναδραστηριοποιήσει | είχα επαναδραστηριοποιήσει | θα έχω επαναδραστηριοποιήσει | να έχω επαναδραστηριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναδραστηριοποιήσει | είχες επαναδραστηριοποιήσει | θα έχεις επαναδραστηριοποιήσει | να έχεις επαναδραστηριοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναδραστηριοποιήσει | είχε επαναδραστηριοποιήσει | θα έχει επαναδραστηριοποιήσει | να έχει επαναδραστηριοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναδραστηριοποιήσει | είχαμε επαναδραστηριοποιήσει | θα έχουμε επαναδραστηριοποιήσει | να έχουμε επαναδραστηριοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναδραστηριοποιήσει | είχατε επαναδραστηριοποιήσει | θα έχετε επαναδραστηριοποιήσει | να έχετε επαναδραστηριοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναδραστηριοποιήσει | είχαν επαναδραστηριοποιήσει | θα έχουν επαναδραστηριοποιήσει | να έχουν επαναδραστηριοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
επαναδραστηριοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.