επαναδραστηριοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαναδραστηριοποιώ < επανα- + δραστηριοποιώ

Ρήμα

επαναδραστηριοποιώ (επαναδραστηριοποιούμαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.