δράω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δράω < πρωτοελληνική *dráwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dréwh₂-e-ti < *dréwh₂- (τρέχω, ενεργώ)

Ρήμα

δράω / δρῷ, και δρῶμαι

  1. ενεργώ, κατορθώνω, ποιώ, πράττω
    δρῶ τὰ ἱερά (προσφέρω θυσία)

Εκφράσεις

  • ενεργητικό: εὖ δρῶ τινα (ευεργετώ) παθητικό: εὖ πάσχω ὑπό τινος (ευεργετούμαι)
  • ενεργητικό: κακῶς δρῶ τινά (βλάπτω) παθητικό: κακῶς πάσχω ὑπό τινος (βλάπτομαι)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀντιδράω
  • ἀντιδρῶ
  • ἐπιδράω
  • παραδράω
  • συνδράω
  • ὑποδράω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.