αναπόδραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπόδραστος η αναπόδραστη το αναπόδραστο
      γενική του αναπόδραστου της αναπόδραστης του αναπόδραστου
    αιτιατική τον αναπόδραστο την αναπόδραστη το αναπόδραστο
     κλητική αναπόδραστε αναπόδραστη αναπόδραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπόδραστοι οι αναπόδραστες τα αναπόδραστα
      γενική των αναπόδραστων των αναπόδραστων των αναπόδραστων
    αιτιατική τους αναπόδραστους τις αναπόδραστες τα αναπόδραστα
     κλητική αναπόδραστοι αναπόδραστες αναπόδραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναπόδραστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπόδραστος < ἀν- στερητικό + ἀποδιδράσκω, δρασ- + -τος

Επίθετο

αναπόδραστος, -η -ο

  1. από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να αποδράσει, αναπόφευκτος
  2. που δεν μπορεί να αποφευχθεί

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αποδρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.