αντιδραστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιδραστήριο τα αντιδραστήρια
      γενική του αντιδραστηρίου
& αντιδραστήριου
των αντιδραστηρίων
    αιτιατική το αντιδραστήριο τα αντιδραστήρια
     κλητική αντιδραστήριο αντιδραστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιδραστήριο < (καθαρεύουσα) αντιδραστήριον < αντιδρώ + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réactif)

Ουσιαστικό

αντιδραστήριο ουδέτερο

  1. (χημεία) γνωστή χημική ένωση ή ουσία που προστίθεται σ’ ένα σύστημα, προκειμένου να ελεγχθεί, να μελετηθεί ή να ταυτοποιηθεί με την χημική αντίδραση που θα προκληθεί άλλη (ή άλλες) άγνωστη χημική ουσία
  2. χημικές ενώσεις αποθηκευμένες σε μπουκάλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.