αντιδραστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιδραστήριο | τα | αντιδραστήρια |
| γενική | του | αντιδραστηρίου & αντιδραστήριου |
των | αντιδραστηρίων |
| αιτιατική | το | αντιδραστήριο | τα | αντιδραστήρια |
| κλητική | αντιδραστήριο | αντιδραστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιδραστήριο < (καθαρεύουσα) αντιδραστήριον < αντιδρώ + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réactif)
Ουσιαστικό
αντιδραστήριο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.