υπηρέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπηρέτης | οι | υπηρέτες |
| γενική | του | υπηρέτη | των | υπηρετών |
| αιτιατική | τον | υπηρέτη | τους | υπηρέτες |
| κλητική | υπηρέτη | υπηρέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπηρέτης < αρχαία ελληνική ὑπηρέτης < ὑπό + ἐρέτης < ἐρέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reh₁-[1] (κωπηλατώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.piˈɾe.tis/
Ουσιαστικό
υπηρέτης αρσενικό (θηλυκό: υπηρέτρια)
Συγγενικά
- αλληλοεξυπηρελτηση
- αλληλοεξυπηρετούμαι
- αυτοεξυπηρέτηση
- αυτοεξυπηρετούμαι
- αφυπηρέτηση
- αφυπηρετώ
- εξυπηρέρηση
- εξυπηρετικά
- εξυπηρετικός
- εξυπηρετώ
- προϋπηρεσία
- προϋπηρετώ
- συνυπηρέτηση
- συνυπηρετώ
- υπηρεσία
- υπηρεσιακά
- υπηρεσιακός
- υπηρεσιακώς
- υπηρετικός
- υπηρέτρια
- υπηρετριάκι
- υπηρετριούλα
- υπηρετώ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.