αντιδραστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αντιδραστικά
<
αντιδραστικός
Επίρρημα
αντιδραστικά
κρατώντας
αντιδραστική
στάση, έχοντας αντιδραστικό φέρσιμο
Μεταφράσεις
αντιδραστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιδραστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αντιδραστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.