στροβιλοαντιδραστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στροβιλοαντιδραστήρας | οι | στροβιλοαντιδραστήρες |
| γενική | του | στροβιλοαντιδραστήρα | των | στροβιλοαντιδραστήρων |
| αιτιατική | τον | στροβιλοαντιδραστήρα | τους | στροβιλοαντιδραστήρες |
| κλητική | στροβιλοαντιδραστήρα | στροβιλοαντιδραστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στροβιλοαντιδραστήρας < στρόβιλος + -ο- + αντιδραστήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική turbojet)
Ουσιαστικό
στροβιλοαντιδραστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχάνημα που συμβάλλει στην ώθηση, στην ώση με την εκβολή θερμών καυσαερίων
Συνώνυμα
- στροβιλοκινητήρας
- τούρμποτζετ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.