δραστήρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δραστήρια < δραστήρι(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾaˈsti.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δραστήρια

Επίρρημα

δραστήρια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δραστήρια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δραστήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δραστήριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.