δραστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραστικότητα οι δραστικότητες
      γενική της δραστικότητας των δραστικοτήτων
    αιτιατική τη δραστικότητα τις δραστικότητες
     κλητική δραστικότητα δραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραστικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δραστικότητα θηλυκό

  • το να έχει κάποια διαδικασία, επιλογή ή ενέργεια αποτέλεσμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.