δράστις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δράστις | οι | δράστιδες |
| γενική | της | δράστιδος (δράστιδας) |
των | δραστίδων (δράστιδων) |
| αιτιατική | τη | δράστιδα | τις | δράστιδες |
| κλητική | δράστι (δράστις) | δράστιδες | ||
| Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
| Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δράστις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή *δρᾶστις γενική δράστιδος, θηλυκό του αττικού τύπου δράστης, που απαντά στον ιωνικό θηλυκό τύπο δρῆστις → δείτε τη λέξη δράω
Πηγές
- δράστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δράστῐς | αἱ | δράστεις | ||||
| γενική | τῆς | δράστεως | τῶν | δράστεων | ||||
| δοτική | τῇ | δράστει | ταῖς | δράστεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | δράστῐν | τὰς | δράστεις | ||||
| κλητική ὦ! | δράστῐ | δράστεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δράστει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δραστέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δράστις < → λείπει η ετυμολογία. Διαφορετικό το *δρᾶστις
Ουσιαστικό
δράστις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η βύσσος (είδος λινού υφάσματος) και οι εργάτριες που την υφαίνουν
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Δ
- <δράστις> ἡ βύσσος· καὶ ἐργαζόμενοι αὐτὴν <δραστιουργοί>
Πηγές
- δράστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.