επαναδραστηριοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναδραστηριοποίηση οι επαναδραστηριοποιήσεις
      γενική της επαναδραστηριοποίησης των επαναδραστηριοποιήσεων
    αιτιατική την επαναδραστηριοποίηση τις επαναδραστηριοποιήσεις
     κλητική επαναδραστηριοποίηση επαναδραστηριοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναδραστηριοποίηση < ἐπαναδραστηριοποίη(σις) + -ση< ἐπανα + δραστηριοποίησις

Ουσιαστικό

επαναδραστηριοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • αναδραστηριοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.