στοιχεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στοιχεῖον τὰ στοιχεῖ
      γενική τοῦ στοιχείου τῶν στοιχείων
      δοτική τῷ στοιχεί τοῖς στοιχείοις
    αιτιατική τὸ στοιχεῖον τὰ στοιχεῖ
     κλητική ! στοιχεῖον στοιχεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοιχείω
γεν-δοτ τοῖν  στοιχείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχεῖον < στοῖχ(ος) (σειρά, γραμμή) + -εῖον

Ουσιαστικό

στοιχεῖον ουδέτερο

  1. η σκιά στο ηλιακό ρολόι
  2. σημείο ή τμήμα μιας γραμμής ή σειράς, στοιχείο
    1. (συνήθως στον πληθυντικό) ο στοιχειώδης ήχος, ο φθόγγος σε αντιδιαστολή με το γράμμα
    2. (στις φυσικές επιστήμες) τα βασικά μέρη που αποτελούν τα υλικά σώματα
      Ο Ἐμπεδοκλῆς ονομάζει τα τέσσερα στοιχεία ῥιζώματα (πῦρ, ὕδωρ, ἀήρ, γῆ)
    3. οι βασικές έννοιες και αρχές, αξιώματα των επιστημών
       δείτε στον πληθυντικό Στοιχεῖα (τίτλος έργου του Ευκλείδη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.