οἶκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οἶκος | οἱ | οἶκοι |
| γενική | τοῦ | οἴκου | τῶν | οἴκων |
| δοτική | τῷ | οἴκῳ | τοῖς | οἴκοις |
| αιτιατική | τὸν | οἶκον | τοὺς | οἴκους |
| κλητική ὦ! | οἶκε | οἶκοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οἴκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
οἶκος αρσενικό
- σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής
- μέρος ενός σπιτιού, δωμάτιο
- για τους θεούς ο ναός
- για ζώα η φωλιά, ο στάβλος κλπ
- το νοικοκυριό, η περιουσία μιας οικογένειας
- η οικογένεια
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
οἰκο-
οἰκο-
Σύνθετα
- οἰκο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα οἰκο- στο Βικιλεξικό όπως
- οἰκειοπραγία
- οἰκογενής
- οἰκοδόμος
- οἰκοδομέω
- οἰκοδόμημα
- οἰκοδόμησις
- οἰκοδομία
- οἰκοδομή
- οἰκοδομητέον
- οἰκοδομητικός
- οἰκοδομικός
- οἰκονόμος
- οἰκονομία, οἰκονομέω
- οἰκονομικός
- οἰκόπεδον
- οἰκοποιός
- οἰκόσιτος
- οἰκότριψ
- οἰκουρός
- οἰκουρέω
- οἰκούρημα
- οἰκουρία
- οἰκούριος
- οἰκοφθόρος
- οἰκοφθορέω
- οἰκοφθορία
- οἰκοφύλαξ
- οἰκωφελής
- οἰκωφελία
Πηγές
- οἶκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.