ἀήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ἀ˘ηρ- ἀ˘ερ- | ||||
| ονομαστική | ὁ | ἀήρ | ||
| γενική | τοῦ | ἀέρος | ||
| δοτική | τῷ | ἀέρῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | ἀέρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀήρ | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Σημειώσεις
- Αρχικά ο ἀήρ ήταν το αντίθετο της λέξης αἰθήρ (αιθέρας) και σήμαινε τον σκοτεινό και ζοφερό άνεμο ή τον πυκνό αέρα και τη βαριά ατμόσφαιρα, αργότερα όμως χρησιμοποιήθηκε για τον αέρα γενικά.
Συγγενικά
- ἠερόεις ἠερόεσα, ἠερρόεν (συννεφιασμένος, ζοφερός)
- ἠερόθεν (από τον άνεμο)
- ἠεριος (εκτεθειμένος στον αέρα, αλλά και πρωινός)
- ἀερώδης (επίθετο για είδη που ζουν στον αέρα)
Σύνθετα
- ἀερο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀερο- στο Βικιλεξικό
και
- ἠερόφωνος (μεγαλόφωνος)
- ἠεροδίνης (περιδινούμενος στον αέρα)
- ἠεροειδής (νεφελλώδης, γκρίζος)
Απόγονοι
ἀήρ (αρχαία ελληνικά)
Αναφορές
- ἀήρ στο αγγλικό Βικιλεξικό
- «αέρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.