ἄναξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰνακτ-
ονομαστική ἄναξ οἱ ἄνακτες
      γενική τοῦ ἄνακτος τῶν ἀνάκτων
      δοτική τῷ ἄνακτ τοῖς ἄναξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄνακτ τοὺς ἄνακτᾰς
     κλητική ! ἄναξ ἄνακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνακτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄναξ, ήδη μυκηναϊκή 𐀷𐀙𐀏 (wa-na-ka) < ϝάναξ, πιθανό δάνειο [1]
Για το ἀνάκτωρ  δείτε τη λέξη ἀνάσσω

Ουσιαστικό

ἄναξ, ἄνακτος αρσενικό (θηλυκό ἄνασσα)

  1. (αξίωμα, πολιτική) άρχοντας, βασιλιάς, κυρίαρχος
  2. (στον Όμηρο) αρχηγός στρατού
  3. τιμητικός τίτλος που αποδίδεται σε θεούς, ηγέτες, μέλη της βασιλικής οικογένειας ή γενικότερα σε πολύ σημαντικά πρόσωπα
  4. οικοδεσπότης

Συνώνυμα

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα

  • -άναξ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -άναξ στο Βικιλεξικό
  • ἀμφιάνακτες
  • ἀνακτόρεος
  • ἀνακτορία
  • ἀνακτόριος
  • ἀνάκτορον
  • ἀνάκτωρ
  • ἀναξίαλος
  • ἀναξιβρέντας
  • ἀναξίμολπος
  • ἄναξις
  • ἀναξιφόρμιγξ
  • ἀστυάναξ, Ἀστυάναξ
  • εὐδιάναξ
  • εὐρύαναξ
  • ἱππιάναξ
  • Καλλιάναξ
  • πασιάναξ
  • Πεισιανάκτειος
  • Πεισιάναξ
  • χειρῶναξ, χειροάναξ

Αναφορές

  1. άναξ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.