𝛂
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- 𝛂 < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική : η γραφή του A με πεζό α με ειδικά διαφοροποιητικά τυπογραφικά χαρακτηριστικά
Σύμβολο
𝛂
- (μαθηματικά) μαθηματικό σύμβολο, που χρησιμοποιείται αντί τού α ή a
- χαρακτήρας Unicode : MATHEMATICAL BOLD SMALL ALPHA (U+1D6C2)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.