𝛂

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

𝛂 < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική : η γραφή του A με πεζό α με ειδικά διαφοροποιητικά τυπογραφικά χαρακτηριστικά

Σύμβολο

𝛂

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.