θα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θα < θένα < θέλει ἵνα < ελληνιστική κοινή θέλω ἵνα

Μόριο

θα

  1. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των ρηματικών τύπων που περιγράφουν μια πράξη η οποία πρόκειται να γίνει στο μέλλον
    αύριο το πρωί θα πάω στην τράπεζα (: στιγμιαίος μέλλοντας)
    όλο το τριήμερο θα διαβάζω (: εξακολουθητικός μέλλοντας)
    σε δέκα μέρες θα έχω τελειώσει την εργασία (: συντελεσμένος μέλλοντας)
  2. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των ρηματικών τύπων που περιγράφουν κάτι πιθανό, δυνατό ή μη πραγματικό
    είναι πολύ σκεφτικός, άρα θα πρέπει να συμβαίνει κάτι σοβαρό (: κάτι πιθανό)
    παρακαλώ, θα μου δώσετε λίγη προσοχή; (: κάτι δυνατό)
    αν είχα διαβάσει, θα είχα γράψει καλύτερα (: κάτι μη πραγματικό)

Ουσιαστικό

θα, ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.