υποχρεούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποχρεούμαι (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποχρεοῦμαι, παθητική φωνή του ὑποχρεῶ (μαρτυρείται από το 1852)[1] (υποχρεώνω), κατά τα αρχαία ρήματα σε -όω, -όομαι <  και δείτε τις λέξεις υποχρεώνω και υπόχρεος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.xɾeˈu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποχρεούμαι

Ρήμα

υποχρεούμαι, πρτ.: υποχρεούτο3ο πρόσωπο, μτχ.π.ε.: υποχρεούμενος ελλειπτικό ρήμα χωρίς ενεργητική φωνή (καθαρεύουσα: ὑποχρεῶ)

Παράγωγα

  • υποχρεούμενος

Κλίση

Για τους υπόλοιπους χρόνους  δείτε τις λέξεις υποχρεώνω και υποχρεώνομαι

  • Από τους τύπους του παρατατικού χρησιμοποιούνται τα 3α πρόσωπα: υποχρεούτο, υποχρεούντο
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υποχρεούμαι υποχρεούμουν
υποχρεούμην
θα υποχρεούμαι να υποχρεούμαι υποχρεούμενος
β' ενικ. υποχρεούσαι υποχρεούσουν
υποχρεούσο
θα υποχρεούσαι να υποχρεούσαι
γ' ενικ. υποχρεούται υποχρεούνταν
υποχρεούτο
θα υποχρεούται να υποχρεούται
α' πληθ. υποχρεούμεθα
υποχρεούμαστε
υποχρεούμαστε
υποχρεούμασταν
θα υποχρεούμεθα
υποχρεούμαστε
να υποχρεούμεθα
υποχρεούμαστε
β' πληθ. υποχρεούσθε
υποχρεούστε
υποχρεούσαστε
υποχρεούσασταν
θα υποχρεούσθε
υποχρεούστε
να υποχρεούσθε
υποχρεούστε
γ' πληθ. υποχρεούνται υποχρεούνταν
υποχρεούντο
θα υποχρεούνται να υποχρεούνται

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1060, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.