αμάρτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμάρτημα | τα | αμαρτήματα |
| γενική | του | αμαρτήματος | των | αμαρτημάτων |
| αιτιατική | το | αμάρτημα | τα | αμαρτήματα |
| κλητική | αμάρτημα | αμαρτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμάρτημα < αρχαία ελληνική ἁμάρτημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ma/
Ουσιαστικό
αμάρτημα ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.