ασχολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασχολία οι ασχολίες
      γενική της ασχολίας των ασχολιών
    αιτιατική την ασχολία τις ασχολίες
     κλητική ασχολία ασχολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασχολία < αρχαία ελληνική ἀσχολία < ἀ- + σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)

Ουσιαστικό

ασχολία θηλυκό

  1. η δραστηριότητα
  2. η απασχόληση, η ενασχόληση
  3. (κατ’ επέκταση) η εργασία, το επάγγελμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έχω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.