χρεολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρεολυτικός | η | χρεολυτική | το | χρεολυτικό |
| γενική | του | χρεολυτικού | της | χρεολυτικής | του | χρεολυτικού |
| αιτιατική | τον | χρεολυτικό | τη | χρεολυτική | το | χρεολυτικό |
| κλητική | χρεολυτικέ | χρεολυτική | χρεολυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρεολυτικοί | οι | χρεολυτικές | τα | χρεολυτικά |
| γενική | των | χρεολυτικών | των | χρεολυτικών | των | χρεολυτικών |
| αιτιατική | τους | χρεολυτικούς | τις | χρεολυτικές | τα | χρεολυτικά |
| κλητική | χρεολυτικοί | χρεολυτικές | χρεολυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
χρεολυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.