αναξιόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναξιόχρεος | η | αναξιόχρεη | το | αναξιόχρεο |
| γενική | του | αναξιόχρεου | της | αναξιόχρεης | του | αναξιόχρεου |
| αιτιατική | τον | αναξιόχρεο | την | αναξιόχρεη | το | αναξιόχρεο |
| κλητική | αναξιόχρεε | αναξιόχρεη | αναξιόχρεο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναξιόχρεοι | οι | αναξιόχρεες | τα | αναξιόχρεα |
| γενική | των | αναξιόχρεων | των | αναξιόχρεων | των | αναξιόχρεων |
| αιτιατική | τους | αναξιόχρεους | τις | αναξιόχρεες | τα | αναξιόχρεα |
| κλητική | αναξιόχρεοι | αναξιόχρεες | αναξιόχρεα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αναξιόχρεος, -η / -ος, -ο(ν)
- ο ανάξιος αποπληρωτής χρεών
- ο αναξιόπιστος σε συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) ο ανάξιος ν΄ αναλάβει οικονομικές υποχρεώσεις
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- οι παραπάνω χαρακτηρισμοί αποδίδονται σε πάγια συμπεριφορά και όχι σε αιφνίδια κατάσταση λόγω εξωγενούς αιτίου, π.χ. τραυματισμού, απόλυσης από εργασία, περικοπής αποδοχών ή σύνταξης κ.λπ.
Μεταφράσεις
αναξιόχρεος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.