αλληλόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλληλόχρεος | η | αλληλόχρεη | το | αλληλόχρεο |
| γενική | του | αλληλόχρεου | της | αλληλόχρεης | του | αλληλόχρεου |
| αιτιατική | τον | αλληλόχρεο | την | αλληλόχρεη | το | αλληλόχρεο |
| κλητική | αλληλόχρεε | αλληλόχρεη | αλληλόχρεο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλληλόχρεοι | οι | αλληλόχρεες | τα | αλληλόχρεα |
| γενική | των | αλληλόχρεων | των | αλληλόχρεων | των | αλληλόχρεων |
| αιτιατική | τους | αλληλόχρεους | τις | αλληλόχρεες | τα | αλληλόχρεα |
| κλητική | αλληλόχρεοι | αλληλόχρεες | αλληλόχρεα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλληλόχρεος, -η, -ο
- που αναφέρεται στον συμψηφισμό απαιτήσεων δύο συμβαλλομένων μερών
- αλληλόχρεος λογαριασμός
Μεταφράσεις
αλληλόχρεος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.