αξιόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιόχρεος | η | αξιόχρεη | το | αξιόχρεο |
| γενική | του | αξιόχρεου | της | αξιόχρεης | του | αξιόχρεου |
| αιτιατική | τον | αξιόχρεο | την | αξιόχρεη | το | αξιόχρεο |
| κλητική | αξιόχρεε | αξιόχρεη | αξιόχρεο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιόχρεοι | οι | αξιόχρεες | τα | αξιόχρεα |
| γενική | των | αξιόχρεων | των | αξιόχρεων | των | αξιόχρεων |
| αιτιατική | τους | αξιόχρεους | τις | αξιόχρεες | τα | αξιόχρεα |
| κλητική | αξιόχρεοι | αξιόχρεες | αξιόχρεα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιόχρεος < αρχαία ελληνική ἀξιόχρεως
Επίθετο
αξιόχρεος, -η, -ο
- (λόγιο, οικονομία) που πληρώνει τα χρέη του και μπορείς να τον εμπιστευτείς
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αξιόχρεος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.