χρεώγραφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρεώγραφο | τα | χρεώγραφα |
| γενική | του | χρεώγραφου & χρεωγράφου |
των | χρεώγραφων & χρεωγράφων |
| αιτιατική | το | χρεώγραφο | τα | χρεώγραφα |
| κλητική | χρεώγραφο | χρεώγραφα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρεώγραφο < χρεόγραφο
Μεταφράσεις
χρεώγραφο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.