πρέπον
Νέα ελληνικά (el)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
|---|---|---|
| Ονομαστική | πρέπον | πρέποντα |
| Γενική | πρέποντος | πρεπόντων |
| Αιτιατική | πρέπον | πρέποντα |
| Κλητική | πρέπον | πρέποντα |
Ετυμολογία
- πρέπον < από το ουδέτερο της μετοχής πρέπων
Ουσιαστικό
πρέπον ουδέτερο
- το σωστό
- Ξέρω ότι δεν μιλάς με την πρώην σου, αλλά παντρεύεται η κόρη σας και είναι πρέπον να συμμετάσχεις ως πατέρας σε όλα
- Πρέπει να κάνεις το πρέπον όσο δυσάρεστο κι αν σου είναι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.