χρεῖος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χρεῖος
<
χρή
Επίθετο
χρεῖος
, α, ον
που έχει
χρεία
, που χρειάζεται κάτι
που χρειάζεται πάρα πολλά, ο
πάμφτωχος
ο
χρήσιμος
Ουσιαστικό
χρεῖος
επικός τύπος
του
χρέος
η
οφειλή
, το
καθήκον
, ο
σκοπός
Συγγενικά
χρέος
χρησμός
χρῆμα
χρεία
χρειώδης
χρεώ
και
χρειώ
χρεών
χρεώστης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.