χρεολύσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρεολύσιο | τα | χρεολύσια |
| γενική | του | χρεολύσιου & χρεολυσίου |
των | χρεολύσιων & χρεολυσίων |
| αιτιατική | το | χρεολύσιο | τα | χρεολύσια |
| κλητική | χρεολύσιο | χρεολύσια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρεολύσιο < χρέος (< αρχαία ελληνική χρέος) + λύσις + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾe.oˈli.si.o/
Ουσιαστικό
χρεολύσιο ουδέτερο
Συγγενικά
- τοκοχρεολύσιο
- τοκοχρεολυτικός
- χρεολυτικός
- χρεολυτικώς
- → δείτε τις λέξεις χρέος και λύνω
Μεταφράσεις
χρεολύσιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.