χρεώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρεώνω < χρέ(ος) + -ώνω < αρχαία ελληνική χρέος

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾeˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρεώνω

Ρήμα

χρεώνω, αόρ.: χρέωσα, παθ.φωνή: χρεώνομαι, π.αόρ.: χρεώθηκα, μτχ.π.π.: χρεωμένος

  1. (οικονομία) επιβαρύνω κάποιον με χρέος για ποσά που μου οφείλει για την αγορά προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών
    Χρεώθηκε ο άνθρωπος για το σπίτι και τώρα δίνει και χαράτσι και δόση δανείου και έμεινε και άνεργος στα 55 του!
  2. δεν πληρώνω αμέσως, αλλά αγοράζω με πίστωση
  3. κοστολογώ, βάζω τιμή σε κάποιο προϊόν ή υπηρεσία
  4. βάζω υποθήκη
  5. (μεταφορικά)
    1. καταλογίζω ευθύνη σε κάποιον για κάτι
      Αυτή τη δουλειά τη χρεώθηκε ο υπάλληλος, γιατί βάζετε σε εμένα τις φωνές;
    2. αναλαμβάνω ευθύνη
    Φίλε μου, αφού την παντρεύτηκα, τη χρεώθηκα, έτσι πάει η δουλειά
  6. (λογιστική) καταχωρίζω ένα ποσό που αφορά χρέος σε ειδικό λογιστικό βιβλίο
     αντώνυμα: πιστώνω

Συγγενικά

Θέμα χρεω-

Θέμα χρεο-

Θέμα χρεο- ή χρεω-

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.