χρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρεώνω < χρέ(ος) + -ώνω < αρχαία ελληνική χρέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾeˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρε‐ώ‐νω
Ρήμα
χρεώνω, αόρ.: χρέωσα, παθ.φωνή: χρεώνομαι, π.αόρ.: χρεώθηκα, μτχ.π.π.: χρεωμένος
- (οικονομία) επιβαρύνω κάποιον με χρέος για ποσά που μου οφείλει για την αγορά προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών
- ↪ Χρεώθηκε ο άνθρωπος για το σπίτι και τώρα δίνει και χαράτσι και δόση δανείου και έμεινε και άνεργος στα 55 του!
- δεν πληρώνω αμέσως, αλλά αγοράζω με πίστωση
- κοστολογώ, βάζω τιμή σε κάποιο προϊόν ή υπηρεσία
- βάζω υποθήκη
- (μεταφορικά)
- καταλογίζω ευθύνη σε κάποιον για κάτι
- ↪ Αυτή τη δουλειά τη χρεώθηκε ο υπάλληλος, γιατί βάζετε σε εμένα τις φωνές;
- αναλαμβάνω ευθύνη
- ↪ Φίλε μου, αφού την παντρεύτηκα, τη χρεώθηκα, έτσι πάει η δουλειά
- καταλογίζω ευθύνη σε κάποιον για κάτι
- (λογιστική) καταχωρίζω ένα ποσό που αφορά χρέος σε ειδικό λογιστικό βιβλίο
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρεώνω | χρέωνα | θα χρεώνω | να χρεώνω | χρεώνοντας | |
| β' ενικ. | χρεώνεις | χρέωνες | θα χρεώνεις | να χρεώνεις | χρέωνε | |
| γ' ενικ. | χρεώνει | χρέωνε | θα χρεώνει | να χρεώνει | ||
| α' πληθ. | χρεώνουμε | χρεώναμε | θα χρεώνουμε | να χρεώνουμε | ||
| β' πληθ. | χρεώνετε | χρεώνατε | θα χρεώνετε | να χρεώνετε | χρεώνετε | |
| γ' πληθ. | χρεώνουν(ε) | χρέωναν χρεώναν(ε) |
θα χρεώνουν(ε) | να χρεώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρέωσα | θα χρεώσω | να χρεώσω | χρεώσει | ||
| β' ενικ. | χρέωσες | θα χρεώσεις | να χρεώσεις | χρέωσε | ||
| γ' ενικ. | χρέωσε | θα χρεώσει | να χρεώσει | |||
| α' πληθ. | χρεώσαμε | θα χρεώσουμε | να χρεώσουμε | |||
| β' πληθ. | χρεώσατε | θα χρεώσετε | να χρεώσετε | χρεώστε | ||
| γ' πληθ. | χρέωσαν χρεώσαν(ε) |
θα χρεώσουν(ε) | να χρεώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρεώσει | είχα χρεώσει | θα έχω χρεώσει | να έχω χρεώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρεώσει | είχες χρεώσει | θα έχεις χρεώσει | να έχεις χρεώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρεώσει | είχε χρεώσει | θα έχει χρεώσει | να έχει χρεώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρεώσει | είχαμε χρεώσει | θα έχουμε χρεώσει | να έχουμε χρεώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρεώσει | είχατε χρεώσει | θα έχετε χρεώσει | να έχετε χρεώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρεώσει | είχαν χρεώσει | θα έχουν χρεώσει | να έχουν χρεώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρεώνομαι | χρεωνόμουν(α) | θα χρεώνομαι | να χρεώνομαι | ||
| β' ενικ. | χρεώνεσαι | χρεωνόσουν(α) | θα χρεώνεσαι | να χρεώνεσαι | (χρεώνου) | |
| γ' ενικ. | χρεώνεται | χρεωνόταν(ε) | θα χρεώνεται | να χρεώνεται | ||
| α' πληθ. | χρεωνόμαστε | χρεωνόμαστε χρεωνόμασταν |
θα χρεωνόμαστε | να χρεωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | χρεώνεστε | χρεωνόσαστε χρεωνόσασταν |
θα χρεώνεστε | να χρεώνεστε | (χρεώνεστε) | |
| γ' πληθ. | χρεώνονται | χρεώνονταν χρεωνόντουσαν |
θα χρεώνονται | να χρεώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρεώθηκα | θα χρεωθώ | να χρεωθώ | χρεωθεί | ||
| β' ενικ. | χρεώθηκες | θα χρεωθείς | να χρεωθείς | χρεώσου | ||
| γ' ενικ. | χρεώθηκε | θα χρεωθεί | να χρεωθεί | |||
| α' πληθ. | χρεωθήκαμε | θα χρεωθούμε | να χρεωθούμε | |||
| β' πληθ. | χρεωθήκατε | θα χρεωθείτε | να χρεωθείτε | χρεωθείτε | ||
| γ' πληθ. | χρεώθηκαν χρεωθήκαν(ε) |
θα χρεωθούν(ε) | να χρεωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω χρεωθεί | είχα χρεωθεί | θα έχω χρεωθεί | να έχω χρεωθεί | χρεωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις χρεωθεί | είχες χρεωθεί | θα έχεις χρεωθεί | να έχεις χρεωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει χρεωθεί | είχε χρεωθεί | θα έχει χρεωθεί | να έχει χρεωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρεωθεί | είχαμε χρεωθεί | θα έχουμε χρεωθεί | να έχουμε χρεωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε χρεωθεί | είχατε χρεωθεί | θα έχετε χρεωθεί | να έχετε χρεωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρεωθεί | είχαν χρεωθεί | θα έχουν χρεωθεί | να έχουν χρεωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.