debt

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
debt debts

Ουσιαστικό

debt (en)

  1. το χρέος, οφειλόμενο χρηματικό ποσό
    His debts reached a thousand lira.
    Τα χρέη του φτάνουν τις χίλιες λίρες.
  2. (συνήθως ενικός) το χρέος, το γεγονός ότι πρέπει να νιώθω ευγνώμων σε κάποιον επειδή με βοήθησε ή ήταν ευγενικός μαζί μου
    I acknowledge my debt to you and I thank you.
    Αναγνωρίζω το χρέος μου προς εσάς και σας ευχαριστώ.

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.