καθήκον
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καθήκον | τα | καθήκοντα |
| γενική | του | καθήκοντος | των | καθηκόντων |
| αιτιατική | το | καθήκον | τα | καθήκοντα |
| κλητική | καθήκον | καθήκοντα | ||
| Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθήκον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τα καθήκοντα < μετοχή του καθήκω (είμαι κατάλληλος για κάτι)
- (υπηρεσία λειτουργού) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική office
- (εργασίες μαθητή) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική devoirs[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈθi.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θή‐κον
Ουσιαστικό
καθήκον ουδέτερο
Εκφράσεις
- άνθρωπος του καθήκοντος : αυτός που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, θέτοντάς τις πάνω από τις προσωπικές του επιθυμίες
- απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από τα καθήκοντά του : απολύω, απομακρύνω κάποιον από δημόσιο αξίωμα
- σύγκρουση καθηκόντων : για τις περιπτώσεις που η τήρηση ενός καθήκοντος εξαρτάται από την αθέτηση ενός άλλου
- συζυγικά καθήκοντα : η σεξουαλική επαφή μεταξύ συζύγων (νοούμενη ως αμοιβαία υποχρέωσή τους)
- υπέρβαση καθηκόντων : για τις περιπτώσεις που ένας υπάλληλος ή μια υπηρεσία οικειοποιείται κάποια εξουσία, η οποία δεν εμπίπτει τις επίσημες δικαιοδοσίες του/της
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καθήκον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.