χρεωκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρεωκοπία οι χρεωκοπίες
      γενική της χρεωκοπίας των χρεωκοπιών
    αιτιατική τη χρεωκοπία τις χρεωκοπίες
     κλητική χρεωκοπία χρεωκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρεωκοπία < (ελληνιστική κοινή)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpi.a/

Ουσιαστικό

χρεωκοπία θηλυκό

  1. η αδυναμία κάποιου να πληρώσει τα χρέη του
     συνώνυμα: πτώχευση, φαλίρισμα, φαλιμέντο, αφερεγγυότητα
  2. (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
    η χρεωκοπία του πολιτικού συστήματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.