χημεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χημεία οι χημείες
      γενική της χημείας των χημειών
    αιτιατική τη χημεία τις χημείες
     κλητική χημεία χημείες
Ο πληθυντικός είναι σπάνιος και
χρησιμοποιείται για τη μεταφορική
σημασία της λέξης
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χημεία < (άμεσο δάνειο) γαλλική chimie < alchimie < μεσαιωνική λατινική alchemia < αραβική ال (al, άρθρο) + كيمياء (kīmiyā’) < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χημεία

Ουσιαστικό

χημεία θηλυκό

  1. η επιστήμη που μελετά τη σύσταση και τη σύνθεση ουσιών καθώς και τις μεταβολές που αυτές παρουσιάζουν
  2. (εκπαίδευση) το μάθημα που διδάσκει τη σύσταση, τη σύνθεση και τις μεταβολές των ουσιών
    Θα κάνουμε κοπάνα στη χημεία.
  3. (μεταφορικά) η καλή σχέση μεταξύ ατόμων και προσωπικοτήτων
    Όλοι πρόσεξαν ότι υπήρχε εξαρχής χημεία μεταξύ τους.

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Χημεία στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Χημεία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • χημεία στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χημεί αἱ χημεῖαι
      γενική τῆς χημείᾱς τῶν χημειῶν
      δοτική τῇ χημεί ταῖς χημείαις
    αιτιατική τὴν χημείᾱν τὰς χημείᾱς
     κλητική ! χημεί χημεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χημεί
γεν-δοτ τοῖν  χημείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χημεία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.