χύμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χύμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χύμα (ουδέτερο, αρχαία σημασία: υγρό που χύνεται) < χέω. Ως επίρρημα από τη μεσαιωνική περίοδο (με διάβασμα, όχι με ψαλμούς) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χύ‐μα
Επίρρημα
χύμα
- για τρόφιμα ή ποτά που πωλούνται χωρίς να είναι συσκευασμένα ή εμφιαλωμένα
- για αντικείμενα που τοποθετούνται κάπου χωρίς τάξη
- (μεταφορικά) για άνθρωπο που δεν έχει τάξη στη ζωή του
- (παρωχημένο) κατωφέρεια [2]
- παροιμία: τούτο το χύμα θα φέρει και τ' αναβόλεμα (συνηθισμένο, η στροφή απ' τη δυστυχία στην ευτυχία}}
Εκφράσεις
- χύμα και τσουβαλάτα
Μεταφράσεις
για τρόφιμα ή ποτά που πωλούνται χωρίς να είναι συσκευασμένα ή εμφιαλωμένα
για αντικείμενα που τοποθετούνται κάπου χωρίς τάξη
Αναφορές
- χύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Στην παροιμία, γράφει με περισπωμένη ..χῦμα.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χύμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χύμα (ουδέτερο ανάκατη μάζα, αρχαία σημασία: υγρό που χύνεται) < χέω
Ουσιαστικό
χύμα ουδέτερο
- → ζητούμενο λήμμα
- (εκκλησιαστικός όρος) με διάβασμα, όχι με ψαλμούς
Πηγές
- χύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| χῠματ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | χύμᾰ | τὰ | χύμᾰτᾰ | |
| γενική | τοῦ | χύμᾰτος | τῶν | χυμᾰ́των | |
| δοτική | τῷ | χύμᾰτῐ | τοῖς | χύμᾰσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | χύμᾰ | τὰ | χύμᾰτᾰ | |
| κλητική ὦ! | χύμᾰ | χύμᾰτᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χύμᾰτε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | χυμᾰ́τοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- χύμα < χέω
Ουσιαστικό
χύμα ουδέτερο (και χῦμα σε κώδικες)
Πηγές
- χύμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.